„ράψιμο“: ουδέτερο ράψιμο [ˈrapsimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nähen Nähenουδέτερο | Neutrum, sächlich n ράψιμο πράξη ράψιμο πράξη