„ράτσα“: θηλυκό ράτσα [ˈratsa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Rasse Rasseθηλυκό | Femininum, weiblich f ράτσα κ. ζώου ράτσα κ. ζώου examples ράτσα σκύλου Hundeartθηλυκό | Femininum, weiblich f Hunderasseθηλυκό | Femininum, weiblich f ράτσα σκύλου