„ράμμα“: ουδέτερο ράμμα [ˈrama]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Naht Nahtθηλυκό | Femininum, weiblich f ράμμα ιατρική | Medizinιατρ ράμμα ιατρική | Medizinιατρ