„ράγισμα“: ουδέτερο ράγισμα [ˈrajizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sprung Sprungαρσενικό | Maskulinum, männlich m ράγισμα ποτηριού ράγισμα ποτηριού