„πόνος“: αρσενικό πόνος [ˈponos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schmerz, Leid Schmerzαρσενικό | Maskulinum, männlich m πόνος Leidουδέτερο | Neutrum, sächlich n πόνος πόνος examples χωρίς πόνο schmerzfrei χωρίς πόνο πόνος στο ισχίο Hüftschmerzenπληθυντικός | Plural pl πόνος στο ισχίο