„πωρωμένος“ πωρωμένος [poroˈmenos], πωρωμένη, πωρωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verhärtet verhärtet πωρωμένος πωρωμένος