„πυώδης“ πυώδης [piˈoðis], πυώδης, πυώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) eiterig eiterig πυώδης πυώδης examples πυώδης εστίαθηλυκό | Femininum, weiblich f ιατρική | Medizinιατρ Eiterherdαρσενικό | Maskulinum, männlich m πυώδης εστίαθηλυκό | Femininum, weiblich f ιατρική | Medizinιατρ