„πυρόλιθος“: αρσενικό πυρόλιθος [piˈroliθos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Feuerstein Feuersteinαρσενικό | Maskulinum, männlich m πυρόλιθος πυρόλιθος