„πυροσφραγίζω“: μεταβατικό ρήμα πυροσφραγίζω [pirosfraˈjizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) brandmarken brandmarken πυροσφραγίζω ζώο πυροσφραγίζω ζώο