„πυροσβέστες“: πληθυντικός αρσενικού πυροσβέστες [pirozˈvestes]πληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Feuerwehrleute Feuerwehrleuteπληθυντικός | Plural pl πυροσβέστες πυροσβέστες