πυροδοτικός
[piroðotiˈkos], πυροδοτική, πυροδοτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- πυροδοτικός μηχανισμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m ωρολογιακής βόμβαςZeitzünderαρσενικό | Maskulinum, männlich m