„πυροβολείο“: ουδέτερο πυροβολείο [pirovoˈlio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Geschützstand Geschützstandαρσενικό | Maskulinum, männlich m πυροβολείο πυροβολείο