„πυρασφαλής“ πυρασφαλής [pirasfaˈlis], πυρασφαλής, πυρασφαλέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) feuersicher feuersicher πυρασφαλής πυρασφαλής