„πυρίτιο“: ουδέτερο πυρίτιο [piˈritio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Silizium Siliziumουδέτερο | Neutrum, sächlich n πυρίτιο πυρίτιο