πυθμένας
[piθˈmenas]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Bodenαρσενικό | Maskulinum, männlich mπυθμένας μπουκαλιούπυθμένας μπουκαλιού
- (Meeres-)Grundαρσενικό | Maskulinum, männlich mπυθμένας θάλασσαςπυθμένας θάλασσας