„πτωχοκομείο“: ουδέτερο πτωχοκομείο [ptoxokoˈmio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Armenhaus Armenhausουδέτερο | Neutrum, sächlich n πτωχοκομείο πτωχοκομείο