„πτωμαΐνη“: θηλυκό πτωμαΐνη [ptomˈaini]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Leichengift Leichengiftουδέτερο | Neutrum, sächlich n πτωμαΐνη πτωμαΐνη