„πτυχή“: θηλυκό πτυχή [ptiˈçi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Falte Falteθηλυκό | Femininum, weiblich f πτυχή ρούχου, σνθ ωραία πτυχή ρούχου, σνθ ωραία