„Πτολεμαίος“: αρσενικό Πτολεμαίος [ptoleˈmeos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ptolemäus Ptolemäusαρσενικό | Maskulinum, männlich m Πτολεμαίος Πτολεμαίος