Greek-German translation for "πτηνό"
"πτηνό" German translation
αρπακτικό πτηνόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Raubvogelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Greifvogelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
αρπακτικό πτηνόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ωδικό πτηνόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Singvogelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ωδικό πτηνόουδέτερο | Neutrum, sächlich n