πτηνοτροφείο
[ptinotroˈfio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Geflügelfarmθηλυκό | Femininum, weiblich fπτηνοτροφείοπτηνοτροφείο
- Vogelhausουδέτερο | Neutrum, sächlich nπτηνοτροφείο ορνιθώναςπτηνοτροφείο ορνιθώνας