„πτερόσαυρος“: αρσενικό πτερόσαυρος [pteˈrosavros]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Flugsaurier Flugsaurierαρσενικό | Maskulinum, männlich m πτερόσαυρος πτερόσαυρος