„πτερορρύηση“: θηλυκό πτερορρύηση [pteroˈriisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mauser Mauserθηλυκό | Femininum, weiblich f πτερορρύηση πτερορρύηση