„πτέρωμα“: ουδέτερο πτέρωμα [ˈpteroma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gefieder Gefiederουδέτερο | Neutrum, sächlich n πτέρωμα πτέρωμα