„πρώτα“: επίρρημα πρώτα [ˈprota]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) vorher, früher, erst (zu)erst πρώτα εν πρώτοις πρώτα εν πρώτοις vorher, früher πρώτα παλαιότερα πρώτα παλαιότερα examples πρώτα-πρώτα zuallererst, in erster Linie πρώτα-πρώτα