πρύμνη
[ˈprimni]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Achterdeckουδέτερο | Neutrum, sächlich nπρύμνηπρύμνη
- Heckουδέτερο | Neutrum, sächlich nπρύμνη αυτοκίνητο | Autoαυτοκπρύμνη αυτοκίνητο | Autoαυτοκ