„πρόστυμμα“: ουδέτερο πρόστυμμα [ˈprostima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Beize Beizeθηλυκό | Femininum, weiblich f πρόστυμμα πρόστυμμα