„πρόσπτωση“: θηλυκό πρόσπτωση [ˈprosptosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lichteinfall examples πρόσπτωση φωτός Lichteinfallαρσενικό | Maskulinum, männlich m πρόσπτωση φωτός