„πρόσκοπος“: αρσενικό πρόσκοπος [ˈproskopos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Pfadfinder Pfadfinderαρσενικό | Maskulinum, männlich m πρόσκοπος πρόσκοπος