„πρόσγειος“ πρόσγειος [ˈprosjios], πρόσγειος, πρόσγειοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) erdnah erdnah πρόσγειος αστρονομία | Astronomieαστρον πρόσγειος αστρονομία | Astronomieαστρον