πρόθυμος
[ˈproθimos], πρόθυμη, πρόθυμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- (bereit)willigπρόθυμοςπρόθυμος
- freundlich, gefälligπρόθυμος φιλικόςπρόθυμος φιλικός
examples
- πρόθυμος για διαπραγμάτευση
- πρόθυμος για εργασία