„πρόγευμα“: ουδέτερο πρόγευμα [ˈprojevma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Frühstück Frühstückουδέτερο | Neutrum, sächlich n πρόγευμα πρόγευμα