„πρωτότυπος“ πρωτότυπος [proˈtotipos], πρωτότυπη, πρωτότυποεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) original, Original-, originell original, Original- πρωτότυπος πρωτότυπος originell πρωτότυπος καινοτόμος πρωτότυπος καινοτόμος