„πρωτότοκη“: θηλυκό πρωτότοκη [proˈtotokji]θηλυκό | Femininum, weiblich f, πρωτότοκος [proˈtotokos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Erstgeborene Erstgeborene(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f πρωτότοκη πρωτότοκη