„πρωτόπλασμα“: ουδέτερο πρωτόπλασμα [proˈtoplazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Protoplasma Protoplasmaουδέτερο | Neutrum, sächlich n πρωτόπλασμα πρωτόπλασμα