„πρωτόνιο“: ουδέτερο πρωτόνιο [proˈtonio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Proton Protonουδέτερο | Neutrum, sächlich n πρωτόνιο πρωτόνιο