„πρωτοχρονιάτικα“: επίρρημα πρωτοχρονιάτικα [protoxroˈɲatika]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) am Neujahrstag am Neujahrstag πρωτοχρονιάτικα πρωτοχρονιάτικα