„πρωτοσέλιδο“: ουδέτερο πρωτοσέλιδο [protoˈseliðo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schlagzeile Schlagzeileθηλυκό | Femininum, weiblich f πρωτοσέλιδο πρωτοσέλιδο