„πρωτοκόλληση“: θηλυκό πρωτοκόλληση [protoˈkolisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Protokollierung Protokollierungθηλυκό | Femininum, weiblich f πρωτοκόλληση πρωτοκόλληση