„πρωτεϊνούχος“ πρωτεϊνούχος [proteiˈnuxos], πρωτεϊνούχα, πρωτεϊνούχοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) eiweißhaltig eiweißhaltig πρωτεϊνούχος πρωτεϊνούχος