„πρωταγωνιστικός“ πρωταγωνιστικός [protaɣonistiˈkos], πρωταγωνιστική, πρωταγωνιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) tragend tragend πρωταγωνιστικός θέατρο | Theaterθεατ πρωταγωνιστικός θέατρο | Theaterθεατ