„προϋποθέτω“: μεταβατικό ρήμα προϋποθέτω [proipoˈθeto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-έθεσα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) voraussetzen voraussetzen προϋποθέτω προϋποθέτω