„προϋπαντώ“: μεταβατικό ρήμα προϋπαντώ [proipanˈdo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ησα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) entgegengehen entgegengehen (κάποιον jemandem) προϋπαντώ προϋπαντώ