προϊστορικός
[proistoriˈkos], προϊστορική, προϊστορικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- prähistorisch, vorgeschichtlichπροϊστορικόςπροϊστορικός
Thank you for your feedback!