προφυλακτήρας
[profilakˈtiras]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Stoßstangeθηλυκό | Femininum, weiblich fπροφυλακτήρας αυτοκίνητο | Autoαυτοκπροφυλακτήρας αυτοκίνητο | Autoαυτοκ
- Schutzvorrichtungθηλυκό | Femininum, weiblich fπροφυλακτήρας τεχνική | Technikτεχνπροφυλακτήρας τεχνική | Technikτεχν