„προφυλάσσω“: μεταβατικό ρήμα προφυλάσσω [profiˈlaso]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ξα; -χτηκα; -γμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schützen schützen (από vor+δοτική | +Dativ +dat) προφυλάσσω προφυλάσσω