„προφορικά“: πληθυντικός ουδετέρου προφορικά [proforiˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) mündliche Prüfungen mündliche Prüfungenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl προφορικά προφορικά