„προφασίζομαι“: αποθετικό ρήμα προφασίζομαι [profaˈsizome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-στηκα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) vortäuschen, vorgeben vortäuschen, vorgeben προφασίζομαι προφασίζομαι