προφέρω
[proˈfero]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-α>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- aussprechenπροφέρω με ορισμένο τρόποπροφέρω με ορισμένο τρόπο
- hervorbringenπροφέρω ξεστομίζω λέξηπροφέρω ξεστομίζω λέξη