„προτείχισμα“: ουδέτερο προτείχισμα [proˈtiçizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Außenmauer Außenmauerθηλυκό | Femininum, weiblich f προτείχισμα προτείχισμα